υπεισέλευση

υπεισέλευση
[-ις (-εως)] η
1) незаметное проникновение, проскальзывание внутрь; 2):

υπεισέλευση εις την κληρονομιά юр. — вступление в права наследства


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπεισέλευση" в других словарях:

  • υπεισέλευση — η / ὑπεισέλευσις, εύσεως, ΝΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεισέρχομαι νεοελλ. (νομ.) η είσοδος τού κληρονόμου στο ενιαίο σύνολο τών δικαιωμάτων και τών υποχρεώσεων τού κληρονομουμένου, η οποία τελείται αυτοδικαίως με την επαγωγή τής… …   Dictionary of Greek

  • υπείσδυση — η, Ν υπεισέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεισδύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπείσδυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»